Το Σάββατο 26 Απριλίου 1986, κατά τις 5 τα ξημερώματα, χτύπησε το τηλέφωνο του αξιωματικού της σοβιετικής αεροπορίας Νικολάι Αντόσκιν: «Πρέπει να πάτε αμέσως στο Τσερνόμπιλ. Κάτι έγινε εκεί και ενδέχεται να χρειαστούν την υποστήριξη της αεροπορίας». «Δεν πήρα καν πράγματα μαζί μου», θυμόταν ο Αντόσκιν αργότερα. «Σκέφτηκα ότι σε μια-δυο μέρες θα είμαι πίσω στη βάση». Καθ’ οδόν χρειάστηκε να προσπεράσει το κονβόι των λεωφορείων που κατευθύνονταν στο Πριπιάτ για την εκκένωση του πληθυσμού. Το απογευματάκι στεκόταν στην ταράτσα του δεκαώροφου ξενοδοχείου «Πριπιάτ» και κοιτούσε τον καπνό που έβγαινε από τον αντιδραστήρα του πυρηνικού σταθμού, ένα χιλιόμετρο πιο πέρα. «Τόνοι γραφίτη και άλλων ραδιενεργών υλικών καίγονταν στο εσωτερικό του. Οι πυροσβέστες δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν ελικόπτερα για να σβήσουν την εστία». Ετσι, ο Αντόσκιν ανέλαβε τη διοίκηση της ομάδας των ελικοπτέρων και την οργάνωση της άκρως επικίνδυνης επιχείρησης «θαψίματος» του αντιδραστήρα. Τα πρώτα ελικόπτερα ήλθαν το άλλο πρωί. Είχαν μόλις επιστρέψει από το Αφγανιστάν. Ηταν η αρχή μιας αποστολής που έμελλε να σφραγίσει την καριέρα και τη ζωή του Αντόσκιν, ο οποίος πέθανε στις 17 Ιανουαρίου. Πτέραρχος του σοβιετικού (έως το 1991) και εν συνεχεία της ρωσικής αεροπορίας, εν αποστρατεία από το 1998, βουλευτής στη ρωσική Δούμα από το 2014, κάτοχος πλήθους μεταλλίων, ο Αντόσκιν ήταν και πρόεδρος της Ενωσης Ηρώων της Σοβιετικής Ενωσης, είχε τιμηθεί με τη μέγιστη αυτή διάκριση στις 24 Δεκεμβρίου 1986 για την κρίσιμη συνεισφορά του στον «πόλεμο του Τσερνόμπιλ». Γεννημένος το 1942, ο Νικολάι Τιμοφέγεβιτς Αντόσκιν μεγάλωσε στη Βασκιρία, αλλά ανήκε από μάνα και πατέρα στους Μόκσα, τους γηγενείς της δυτικής Μορντόβια – πρόκειται για έναν από τους ντόπιους (προσλαβικούς) λαούς των Ουραλίων και της περιοχής του Βόλγα. Ο «Ηρωας της Σοβιετικής Ενωσης» ήταν γνήσιο τέκνο της πολυεθνικής αυτοκρατορίας: «Ο πατέρας μου μιλούσε και μόκσιν και μπασκίρ και τσουβάς και τατάρικα», έλεγε – και ρωσικά, φυσικά. Μετά το σχολείο δούλεψε για ένα χρόνο σε εργοστάσιο κοντά στη γενέτειρά του και εν συνεχεία εισήλθε το 1961 στους κόλπους του στρατεύματος. Το 1965 τελείωσε τη Σχολή Αεροπορίας ως ιπτάμενος χειριστής. Υπηρέτησε σε διάφορες περιοχές της ΕΣΣΔ, από τη Λευκορωσία μέχρι την Απω Ανατολή, ενώ τη δεκαετία του ’70 βρέθηκε στο Τουρκεστάν, όπου και πήρε το πρώτο του παράσημο. Το 1979 ήταν διοικητής μονάδας που πραγματοποιούσε αναγνωριστικές αποστολές στο Αφγανιστάν. Το 1980 ανέλαβε τη διοίκηση μονάδας που συμμετείχε στις σοβιετικές δυνάμεις στη Γερμανία. Τον Μάρτιο του 1985, έγινε διοικητής της αεροπορίας του Κιέβου. Ενα χρόνο μετά, ήρθε το Τσερνόμπιλ. «Καθώς προσγειώνονταν, τα ελικόπτερα σήκωναν μια ψηλή στήλη σκόνης», θα αφηγηθεί αργότερα. «Τη δεύτερη μέρα που βρισκόμουν στο Πριπιάτ […] είδα ότι είχαν μαζευτεί μερικοί ντόπιοι, πολλοί είχαν μαζί και τα παιδιά τους, ακόμα και μωρά σε καροτσάκια, και χάζευαν τη φωτιά και τη δουλειά μας. Αρχισα να τους διώχνω κι εκείνοι γκρίνιαζαν: “Και τι πειράζει, στρατηγέ, που παρακολουθούμε τις εργασίες;”. Μου έκανε τρομερή εντύπωση, γιατί ήταν κάτοικοι μιας πόλης δίπλα σε ατομικό αντιδραστήρα, θα έπρεπε να ξέρουν τους κινδύνους της ραδιενέργειας. “Εδώ έχουν μολυνθεί τα πάντα”, τους είπα. “Δεν κάνει να εισπνέετε αυτή τη σκόνη. Εξαφανιστείτε από εδώ. Με ευχαριστείτε αργότερα”. Εφυγαν βρίζοντάς με». Ο Αντόσκιν πετούσε πολύ συχνά ο ίδιος με το ελικόπτερο πάνω από τον αντιδραστήρα κι έπαιρνε κρίσιμες αποφάσεις για τον τρόπο ρίψης των υλικών. Τις πρώτες τέσσερις μέρες δεν ξεκουράστηκε ούτε μία στιγμή. «Την πέμπτη μέρα, το μυαλό μου απλώς σταμάτησε να λειτουργεί. Πήρα ένα ξυπνητήρι κι έναν κουβά και είπα σε κάποιον στρατιώτη: “Θα με ξυπνήσεις σε τέσσερις ώρες, ακόμα κι αν χρειαστεί να με καταβρέξεις”. Νόμιζα ότι είχα μόλις κλείσει τα μάτια μου, όταν τον ένιωσα να με ταρακουνάει και τον άκουσα να φωνάζει: “Ξυπνήστε, σύντροφε διοικητά, είναι ώρα”». Στις 6 Μαΐου ο Αντόσκιν μπήκε στο νοσοκομείο. Είχε χάσει έντεκα κιλά σε δέκα ημέρες. «Ο μετρητής της ραδιενέργειας σφύριζε όποτε τον πλησίαζαν κοντά μου. Οι γιατροί έφευγαν. Μου δώσανε μόνο κάτι βιταμίνες. Κοιμήθηκα μιάμιση μέρα, μετά φόρεσα τη στολή μου και πήδηξα τον φράχτη. Δεν ξαναπάτησα στο νοσοκομείο». Την ίδια την ημέρα της έκρηξης, έφτασε στο Τσερνόμπιλ κι ο Βαλέρι Λεγκάσοφ, υποδιευθυντής του Ιδρύματος Ατομικής Ενέργειας, για να διερευνήσει τα αίτια του ατυχήματος και να συμβάλει στην αντιμετώπιση των συνεπειών. «Ο Λεγκάσοφ έμπαινε στο ελικόπτερο κάθε τόσο, μερικές φορές πετούσε πάνω από τον αντιδραστήρα πέντε-έξι φορές τη μέρα. Κάποια στιγμή δεν κρατήθηκα, του έβαλα τις φωνές: “Είστε επιστήμων, η χώρα χρειάζεται τις γνώσεις σας, το μυαλό σας. Γιατί ρισκάρετε και πετάτε πάνω από τον αντιδραστήρα;”. Στο κάτω κάτω, κι εγώ και όλα τα πληρώματα καταγράφαμε τα αναγκαία στοιχεία: τι χρώμα ήταν ο πυρήνας και ο καπνός που έβγαινε, ποια ήταν η θερμοκρασία και τα επίπεδα ραδιενέργειας σε διάφορα ύψη και αποστάσεις… Εκείνος μου απάντησε ήρεμα: “Πρέπει να δω τα πάντα με τα μάτια μου”. Οταν ήρθε η ώρα να πάει στη Μόσχα να δώσει αναφορά, μου είπε: “Είστε ο μόνος στρατιωτικός που με στόλισε για τα καλά, αλλά δεν σας κρατάω κακία”. Με αγκάλιασε και με φίλησε». Ο Λεγκάσοφ αυτοκτόνησε στις 26 Απριλίου του 1988, ακριβώς στη δεύτερη επέτειο του ατυχήματος. Οσον αφορά την τηλεοπτική σειρά του HBO για το ατύχημα του Τσερνόμπιλ, ο Αντόσκιν σχολίασε: «Δεν λέω, έχει μερικές πολύ εντυπωσιακές σκηνές, αλλά σε ό,τι αφορά τη δουλειά των εκκαθαριστών, πάρα πολλά δεν τα δείχνει όπως έγιναν, δηλαδή βάσει σχεδίου. Οι δημιουργοί της σειράς θα έπρεπε να είχαν συμβουλευθεί τους πρωταγωνιστές των γεγονότων. Η σειρά δεν έδειξε το κυριότερο: τη νίκη. Γιατί στο Τσερνόμπιλ έγινε ένας πόλεμος. Οι αεροπόροι, όσοι είχαν υπηρετήσει και στο Αφγανιστάν, μου έλεγαν: “Ναι, μας πυροβολούσαν. Αν όμως κατάφερνες να επιστρέψεις στη βάση, ήσουν ζωντανός. Ενώ στο Τσερνόμπιλ οι σφαίρες είναι αόρατες, ο θάνατος βρίσκεται παντού. Ζεις μέσα σε μια παγίδα νετρονίων”. Κι όμως, όλοι ήθελαν συνέχεια να πηγαίνουν στο “τσιμέντο”. Ο αντιδραστήρας έπρεπε να κλείσει. Υπήρχε ο κίνδυνος να γίνει δεύτερη έκρηξη. Υπερασπιζόμασταν την πατρίδα, τις γυναίκες, τις μανάδες μας και τα παιδιά μας. Ποτέ άλλοτε δεν είδα τέτοια σύμπνοια και τέτοιον ενθουσιασμό». * Ο κ. Γιώργος Τσακνιάς είναι ιστορικός.